κοινωνιστικός

κοινωνιστικός
-ή, -ό
(παλαιός όρος)
1. σοσιαλιστικός*
2. φρ. «κοινωνιστική οργάνωση»
(κοινων.) οργάνωση που εφαρμόζει στην πράξη τον κοινωνισμό με συγκεντρωτική ή αποκεντρωτική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνιστής. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. socialiste ως επιθέτου κατ' αντιδιαστολή προς το ουσ. socialiste που αποδίδεται ως κοινωνιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Νεοκλή Καζάζη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”